Τις Κυριακές ο πατέρας ξύπναγε νωρίς. Θες από συνήθεια, θες επειδή έτσι τό ’θελε, σηκωνόταν και πήγαινε στην αγορά. Όλο και κάτι θα έφερνε γυρνώντας - πάντως, δεν γύριζε ποτέ με άδεια χέρια. Μα, κουλούρια θα έφερνε, γλυκά και άλλα φαγώσιμα - συνήθως ψάρια που του άρεσαν πολύ - καμιά φορά πρίζες και καλώδια και μπογιές για να βάψει το σπίτι, όλο και κάτι θα έβρισκε, που τις περισσότερες φορές γινόταν και το θέμα της ημέρας: «Έφερα κάτι ψάρια! Ζωντανά! Σπαρταράνε! Να, δείτε!» ή άλλοτε: «Πολλή κίνηση σήμερα στους δρόμους! Φάτε τώρα τις τυρόπιττες γιατί κρύωσαν ώσπου νά 'ρθω».
Πάντα όμως έφερνε στο σπίτι και δύο εφημερίδες. Μία πολιτική και μία αθλητική. Και έπαιρνε στα χέρια το γιο του τον πρωτότοκο και την ξεφύλλιζαν παρέα στο διθέσιο καναπέ του σαλονιού. Τί να καταλάβαινε ο μικρός; Γαλουχημένος από μωρό ακόμα στη συνήθεια αυτή δεν αντιδρούσε. Άλλωστε, τι πιο γλυκό από την ασφαλή αγκαλιά του μπαμπά, όταν μάλιστα εκείνος όλη την εβδομάδα έλειπε στη δουλειά και τις υποχρεώσεις του; Με καφέ και μπισκότα στο τραπεζάκι το επόμενο δίωρο ήταν το καλύτερο ραντεβού της εβδομάδας.
Μια συνήθεια που ποτέ δεν σταμάτησε. Γιατί, ενώ τα πρώτα χρόνια περνούσε το δίωρο περισσότερο ανιαρά, επειδή ο μικρός απλά καθόταν στα πόδια του μπαμπά, αργότερα, όταν άρχισε να καταλαβαίνει και να σχηματίζει άποψη, το διάβασμα της εφημερίδας έγινε πιο ενδιαφέρον. Ομηρικοί καυγάδες και αντιρρήσεις για τα παιχνίδια, για τους προπονητές και τις επιλογές τους, για τους προέδρους και βεβαίως προγνωστικά για τους απογευματινούς αγώνες και όλες τις μεγάλες διοργανώσεις της εβδομάδας ξεσπούσαν ανάμεσα στο δίδυμο και πάντα κάθε Κυριακή, εκεί γύρω στις 11.00 με 13.00. Τα καλοκαίρια ειδικά αλλά και όταν η μητέρα δεν τους ήθελε μέσα στα πόδια της, κατέφευγαν στο καφενεδάκι της γειτονιάς ή σε καμιά καφετέρια όπου συγκεντρώνονταν και άλλοι ποδοσφαιρόφιλοι και τσακώνονταν όλοι μαζί αναλύοντας όλα τα αθλητικά θέματα της εβδομάδας που πέρασε και εκείνης που ερχόταν.
Ξαφνικά, οι φωνές της Κυριακής κόπηκαν. Στο σπίτι βασίλεψε μια ησυχία τραγική, κι όλες οι Κυριακές γίναν νωχελικές. Οι γείτονες παραξενεύτηκαν κι άρχισαν να ρωτούν. Τα καφενεία έριξαν τους τόνους. Όχι πως το ήθελαν μα, να... έπρεπε! Ο πατέρας όμως, συνέχισε το κυριακάτικο πρόγραμμα του. Τίποτα δεν ήταν ικανό να τον σταματήσει. Μα, ΤΙΠΟΤΑ! Αγοράζει ακόμα την εφημερίδα, πάντα την ίδια ώρα και πάντα την Κυριακή και τη διαβάζει όλη στο γιο του. Απ' την αρχή ως το τέλος. Οι δυο τους μόνο! Αυτός κι εκείνος! Καθισμένος στο άψυχο μάρμαρο τον ενημερώνει κάθε εβδομάδα, με ήλιο, με βροχή κι απάντηση δεν παίρνει...
Πάντα όμως έφερνε στο σπίτι και δύο εφημερίδες. Μία πολιτική και μία αθλητική. Και έπαιρνε στα χέρια το γιο του τον πρωτότοκο και την ξεφύλλιζαν παρέα στο διθέσιο καναπέ του σαλονιού. Τί να καταλάβαινε ο μικρός; Γαλουχημένος από μωρό ακόμα στη συνήθεια αυτή δεν αντιδρούσε. Άλλωστε, τι πιο γλυκό από την ασφαλή αγκαλιά του μπαμπά, όταν μάλιστα εκείνος όλη την εβδομάδα έλειπε στη δουλειά και τις υποχρεώσεις του; Με καφέ και μπισκότα στο τραπεζάκι το επόμενο δίωρο ήταν το καλύτερο ραντεβού της εβδομάδας.
Μια συνήθεια που ποτέ δεν σταμάτησε. Γιατί, ενώ τα πρώτα χρόνια περνούσε το δίωρο περισσότερο ανιαρά, επειδή ο μικρός απλά καθόταν στα πόδια του μπαμπά, αργότερα, όταν άρχισε να καταλαβαίνει και να σχηματίζει άποψη, το διάβασμα της εφημερίδας έγινε πιο ενδιαφέρον. Ομηρικοί καυγάδες και αντιρρήσεις για τα παιχνίδια, για τους προπονητές και τις επιλογές τους, για τους προέδρους και βεβαίως προγνωστικά για τους απογευματινούς αγώνες και όλες τις μεγάλες διοργανώσεις της εβδομάδας ξεσπούσαν ανάμεσα στο δίδυμο και πάντα κάθε Κυριακή, εκεί γύρω στις 11.00 με 13.00. Τα καλοκαίρια ειδικά αλλά και όταν η μητέρα δεν τους ήθελε μέσα στα πόδια της, κατέφευγαν στο καφενεδάκι της γειτονιάς ή σε καμιά καφετέρια όπου συγκεντρώνονταν και άλλοι ποδοσφαιρόφιλοι και τσακώνονταν όλοι μαζί αναλύοντας όλα τα αθλητικά θέματα της εβδομάδας που πέρασε και εκείνης που ερχόταν.
Ξαφνικά, οι φωνές της Κυριακής κόπηκαν. Στο σπίτι βασίλεψε μια ησυχία τραγική, κι όλες οι Κυριακές γίναν νωχελικές. Οι γείτονες παραξενεύτηκαν κι άρχισαν να ρωτούν. Τα καφενεία έριξαν τους τόνους. Όχι πως το ήθελαν μα, να... έπρεπε! Ο πατέρας όμως, συνέχισε το κυριακάτικο πρόγραμμα του. Τίποτα δεν ήταν ικανό να τον σταματήσει. Μα, ΤΙΠΟΤΑ! Αγοράζει ακόμα την εφημερίδα, πάντα την ίδια ώρα και πάντα την Κυριακή και τη διαβάζει όλη στο γιο του. Απ' την αρχή ως το τέλος. Οι δυο τους μόνο! Αυτός κι εκείνος! Καθισμένος στο άψυχο μάρμαρο τον ενημερώνει κάθε εβδομάδα, με ήλιο, με βροχή κι απάντηση δεν παίρνει...
4 σχόλια:
Εύχομαι μόνο. Να είσαι τόσο καλός μυθοπλάστης, όσο και γραφιάς.
Ούτε που θυμάμαι πως κατέληξα στο blog σου, αλλά μάλλον καλή τύχη μ' έφερε.
Αυτά. Θα έρχομαι συχνά.
³αποψη: Παρατηρώ τον κόσμο. Και αυτόν που κινείται και αυτόν που δεν κινείται... Εμπνέομαι και γράφω. Μια μέρα είδα έναν κύριο με μούσι να διαβάζει αθλητική εφημερίδα καθισμένος πάνω στον τάφο ενός παιδιού. Τα υπόλοιπα... δικά μου.
αγαπητέ γεράκο -ή σκέτο γέρο- όπως προτιμάς, δηλώνω fun. Θα σε επισκέπτομαι συχνά για να διαβάζω τα διηγήματά σου.
Στο μεταξύ διάβασα τα αναρτημένα σου και διαπίστωσα ότι ξεκινήσαμε το σπορ σχεδόν τις ίδιες ημέρες, για τον ίδιο λόγο και μάλιστα διαβάζοντας την τριαντάρα.
Άκου να δεις τώρα κάτι πράγματα...
Δεν βάζεις τρία νούμερα του λόττο εσύ να βάλω τρία και γω;
Καλό Σαββατοκύριακο.
Τα λέμε.
Καλή μου... άποψη,
μέρες τώρα σκέφτομαι τα νούμερα που θα μπορούσα να προτείνω. Μου πήρε μέρες να σου απαντήσω, όχι γιατί είμαι αναποφάσιστος (είμαι, είμαι...) αλλά κυρίως επειδή όλοι οι Έλληνες νομίζουν ότι ο Μητσοτάκης είναι γκαντέμης επειδή... δεν έχουν γνωρίσει εμένα! Οπότε... Εκτιμώ, όμως, την εμπιστοσύνη σου. Α! και κάτι άλλο: Τι θα έλεγες να παίξουμε... τάβλι;
Δημοσίευση σχολίου