Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2008

Νέο γκάλοπ


Η ψηφοφορία που είχα ανεβάσει για λίγες μέρες, έληξε. Οφείλω να ομολογήσω ότι στέφθηκε με επιτυχία αφού, κατέθεσαν την άποψή τους 5 στους 5 που επισκέφθηκαν το blog μου (!). Αισθάνομαι την υποχρέωση να δημοσιεύσω τα αποτελέσματα, ώστε να μη χαθούν στο βάθος του χρόνου!
Έθεσα την εξής ερώτηση: Τι ζητούν οι γυναίκες από τους άντρες;
Οι ψηφοφόροι απάντησαν ως εξής:
Αγάπη: 2
Μακάρι να ΄ξεραν: 2
Τα πάντα: 1
Χρήμα: 0
Δόξα: 0
1. Μπορείτε τώρα να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα τόσο για την αληθοφάνεα των απαντήσεων, όσο και για την... πρόθεση ψήφου και να απαντήσετε στις εξής ερωτήσεις με επιχειρήματα;
α. Πόσοι άντρες απάντησαν και πόσες γυναίκες;
β. Πόσοι είπαν την αλήθεια;
γ. Άλλη ερώτηση που δεν... κατέω!
2. Για να είμαι ακριβοδίκαιος, δημοσιεύω σήμερα νέο γκάλοπ με την αντίστροφη ερώτηση και σας καλώ να απαντήσετε: Τι ζητούν οι άντρες απ’ τις γυναίκες ;
Υ.Γ. Για να προλάβω ενδεχομένως αυτονόητη ερώτηση: Εσκεμμένα δεν δημοσίευσα ούτε και δημοσιεύω πιθανή 6η απάντηση «sex», επειδή θέλω να κρατήσω ένα επίπεδο... Μπορείτε - αν θέλετε - να θεωρήσετε ότι εμπεριέχεται στη λέξη «αγάπη».

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2008

Γέρος εδώ... γέρος εκεί...


Κόντεψα να φάω ξύλο. Ναι, από κάποιους που διαβάζουν gero! Το σκέφτηκα· το σκέφτηκα πολύ. Προβληματίστηκα και αποφάσισα: ναι, έχουν δίκιο! Στο εξής, όποιος θέλει να βλέπει τα «κομμάτια» μου, θα μπορεί εδώ (δηλαδή, θα το παίζω σε δύο ταμπλό! :-)
Με όλη μου την αγάπη...

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2008

Ήταν όλοι τους εκεί...

Έχω πολλούς συγγε­νείς, φίλους και γνω­στούς σ' αυτή την «πό­λη»· σε κάθε δρομάκι της. Μ’ αρέσει να τρι­γυρνώ στα σοκάκια της - τ´ άναρχα δομημένα - και να τους βλέπω, να τους συναντώ· καμιά φο­ρά μόνο για μια «καλη­μέρα», άλλοτε πάλι για ολιγόωρη κουβεντούλα.
Εκείνοι δεν απουσιά­ζουν ποτέ! Το σπουδαιό­τερο είναι πως δεν χρειάζεται να τους τηλεφωνήσω για να τους επισκεφτώ - πάω όποτε θέλω εγώ - για­τί είναι πάντα εκεί να με υποδεχτούν. Μόνο που δε μου μιλάνε - μάλλον προσπαθούν, αλλά δεν μπορώ να τους ακούσω!
Ανεβαίνω, κατεβαίνω, στρίβω, χάνομαι, περιπλα­νιέμαι στα στενά δρομάκια της και ολοένα ανακα­λύπτω νέα πρόσωπα: «κι εσείς εδώ; πότε ήρθατε;»
Αρχίζω πάντα εγώ την κουβέντα. Λέω, λέω, λέω... μέχρι να κουραστώ - μέχρι να ξαλαφρώσω, μέχρι να τα πω όλα και να συγκινηθώ - μέχρι να φύγω. Εί­ναι ένα είδος ψυχανάλυσης... Και με ακούνε προ­σεκτικά, έτσι όπως με άκουγαν από τότε που με γνώρισαν. Κι αν υπήρξαν κάποιοι που δεν είχαν δώσει το ανάλογο ενδιαφέρον στα λεγόμενα μου, ε... τώρα που με γνώρισαν καλύτερα, είναι προσε­κτικότεροι. Με αυτό τον τρόπο παρηγοριέμαι...
Είναι σαν στρατιωτικό προσκλητήριο. Τους επι­σκέπτομαι και χαίρομαι που τους βλέπω όλους ό­πως ακριβώς ήταν την πρώτη μέρα της γνωριμίας μας. Ίδιοι και απαράλλαχτοι, λες και δεν πέρασε μέρα από πάνω τους! Ούτε κι εγώ άλλαξα. Αν εξαι­ρέσεις τις λίγες άσπρες τρίχες στα μαλλιά που επι­μένουν να... πολλαπλασιάζονται, κατά τα άλλα πα­ραμένω ίδιος. Τελευταία μάλιστα, νιώθω πως μι­λάω περίπου σαν τον παππού μου! Αυτό μου λέει σ' αυτές τις «συναντήσεις» που σας εκμυστηρεύο­μαι, ότι δηλαδή μιλάω σαν εκείνον (ίσως αυτό να είναι σημάδι ωριμότητας ή... γήρανσης). Δεν μου απαντάει πάντα - επειδή ήταν ανέκαθεν τσιγγούνης στα λόγια - μου μιλάνε όμως οι υπόλοι­ποι και περνά η ώρα της επίσκεψης...
Έπειτα, όταν κουραστώ να περιπλανιέμαι στους δρόμους της, όταν οι συζητήσεις ολοκληρω­θούν, τους αποχαιρετώ και παίρνω το δρόμο της ε­πιστροφής, ανανεώνοντας το ραντεβού μας για κάποια άλλη στιγμή. Κι ενώ εκείνοι λυπούνται που φεύγω και τους αφήνω στη μοναξιά τους, εγώ χαί­ρομαι επειδή αισθάνομαι πολύτιμος που θέλουν την παρέα μου! «Θα ξανάρθω...»
Κι έτσι όπως έχω βρει τους συμμαθητές μου και έχουμε βγει για φαγητό ή ποτό, για να θυμηθούμε τα παλιά, έτσι θέλω να τους καλέσω και όλους αυ­τούς τους συγγενείς, φίλους και γνωστούς, για να κάνουμε ένα ξεχωριστό πάρτι για όλους! Εκείνοι βέβαια, με έχουν προσκαλέσει και με περιμένουν αλλά εγώ έχω τόσες δουλειές και τόσες υποχρεώ­σεις που δεν προλαβαίνω αυτό τον καιρό.
Κάποια μέρα όμως θα πάω - όχι πια σαν επισκέ­πτης - και τότε θα κάνουμε την καλύτερη ανασκό­πηση...

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2008

Τι ψάχνουμε;



Με δυσκολία μπορού­σε κανείς να διακρίνει το εξοχικό σπίτι του φίλου μου. Χτισμένο σε «στρα­τηγικό» σημείο, σε μια α­πότομη πλαγιά του Ομα­λού, ανάμεσα σε πανύ­ψηλα αιωνόβια δέντρα, ήταν η τέλεια κρυψώνα για όποιον ήθελε να ξε­φύγει από οτιδήποτε τον κυνηγά!
Κανείς δεν τολμούσε να σκεφτεί καν να στρέ­ψει το βλέμμα του προς εκείνη τη μεριά! Ούτε λόγος, βέβαια, για να υ­ποψιαστεί πως υπήρχε πιθανότητα να μένουν άν­θρωποι σ’ εκείνο το μέρος! Μόνο εκείνος μπορού­σε να δει τα πάντα από κει! Είκοσι μέρες διαμονής σε ένα τέτοιο σημείο ήταν το καλύτερο φάρμακο!
Ήταν ένα πέτρινο διώροφο σπίτι, παραδοσιακής γιαννιώτικης τεχνοτροπίας, με κατώι. Με μια τερά­στια βεράντα - σα γήπεδο - και θέα μέχρι την Αφρι­κή! Και το σπουδαιότερο: Μόλις 25 χιλιόμετρα το χώριζαν από τον πολιτισμό! Σε μισή ωρίτσα βρισκό­σουν σε μια πεντακάθαρη και τεράστια παραλία, μαζί με αναρίθμητους αγχωμένους κατοίκους της μεγαλούπολης που έψαχναν - για άλλη μια φορά - το κάτι άλλο, το διαφορετικό, που θα φόρτιζε τις μπαταρίες τους μέχρι τον επόμενο Αύγουστο.
Ήμουν «εκτός δικτύου» - στην κυριολεξία - και το απολάμβανα! Κι αν ο φίλος μου δεν είχε φροντίσει να έχει σταθερό τηλέφωνο, σίγουρα θα είχαν κινη­τοποιηθεί τα σώματα ασφαλείας και οι εκπομπές της τηλεόρασης για να με εντοπίσουν!
Δεν άντεχα τόσο καθαρό αέρα! Ένιωθα το οξυ­γόνο να καίει τα πνευμόνια μου και προσπαθούσα να μην αναπνέω!
Σκεπαζόμουν με κουβέρτα το βράδυ για να κοι­μηθώ (στην Αθήνα ήταν καύσωνας!). Κρύωνα! Ξύ­πναγα στις 5.00 το πρωί! Έφτιαχνα καφέ ελληνικό, χωρίς ζάχαρη, βαρύ, σε φλυτζανάκι «της γιαγιάς», με λεπτοκαμωμένο χεράκι και ζωγραφισμένο από χέρι καλλιτέχνη που δε ζει πια, λεπτεπίλεπτο, χαρι­τωμένο, παλιομοδίτικο, παραδοσιακό, με ασορτί πιατάκι και δίπλα ένα ποτήρι κρυστάλλινο νερό, κα­τευθείαν από πηγή που - εντελώς συμπτωματικά -ήταν δίπλα στο σπίτι.
Και αγνάντευα τη θάλασσα. Όσο έφτανε το μάτι μου. Μετρούσα τα πλοία και έβαζα στοίχημα με το φίλο μου, πότε θα περάσει το επόμενο. Μια μέρα είδαμε και μια φρεγάτα. Σταμάτησε, κάτι κοιτού­σαν στο βυθό οι ναύτες, δεν καταλάβαμε. Έφυγε όπως ήρθε...
Παίζαμε χαρτιά και επιτραπέζια παιγνίδια. Άλλοτε λύναμε σταυρόλεξα και άλλοτε διαβάζαμε βιβλία. Άλλοτε πάλι, συζητούσαμε και ανταλλάσσαμε από­ψεις. Απορούσαμε με τα προβλήματα, δίναμε λύ­σεις σαν ειδήμονες και καταστρώναμε σχέδια. Με­γάλα και μικρά.
Έκανα όνειρα, μεγάλα όνειρα, σαν την τεράστια βεράντα του σπιτιού και δε σκεφτόμουν τίποτε άλ­λο. Μόνο ονειρευόμουν. Σαν ύστατη προσπάθεια να διώξω τον εφιάλτη της επιστροφής.
Επειδή, απλούστατα, εκεί τα όνειρα δεν έχουν ό­ρια - στην Αθήνα για να ονειρεύεσαι πια, πρέπει να έ­χεις δίπλα σου τον λογιστή και τον δικηγόρο σου...

Καλή χρονιά!


Θα μπορούσε κανείς να πει ότι καθυστερημένα κάνω την «επίσημη πρώτη» της νέας χρονιάς. Άλλος θα μπορούσε να πει ότι κάλλιο αργά παρά ποτέ. Και επειδή δεν ξέρω άλλες παροιμίες, αντιπαρέρχομαι οποιοδήποτε σχόλιο (τι να κάνουμε; δε μπορούσα νωρίτερα) και ξεκινώ σήμερα με κέφι και όρεξη κλπ, κλπ... Καλή χρονιά σε όλους και οι επιθυμίες σας ευχές μου...