Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2007

Ένα τσιγάρο...

Σαν άψυχη μαριονέτα, πεταμένη στη γωνιά από αγανακτισμένο χέρι, χωρίς να'χει τη δύναμη να ελέγξει τα χέρια και τα πόδια του, με μάτια κλειστά σαν να μην ήθελε να βλέπει πια αυτό τον κόσμο, είδα το γέροντα λυπημένο στο λιμάνι. Πλησίασα ν' ακουμπήσω, να νιώσω, να βοηθήσω. Είδα το στέρνο του ν' ανεβοκατεβαίνει. Ήταν ζωντανός! Είδα τα γυμνά του πόδια, βρόμικα, το'να δω, τ’άλλο κεί! Τα ρούχα του έμοιαζαν ένα με το σώμα του. Δεν τον ακούμπησα, μήπως τα σκίσω άθελά μου - και τι θα φόραγε μετά;
Αυτός ο γέροντας που κουβάλαγε μέσα του όλη την ιστορία της νεότερης Ελλάδας, που είδε πολέμους και γνώρισε τις μεγάλες πολιτικές αλλα­γές στη χώρα, τώρα κείτονταν εκεί πεσμένος, ξεχασμένος απ’ όλους, δίχως να περιμένει κάτι και δίχως όρεξη για άλλα όνειρα.
Κρατούσε στην αγκαλιά του ένα τετράδιο (ή καλύτερα κάτι που έμοιαζε με τετράδιο) μ' ένα στιλό πιασμένο στα φύλλα του.
Εκεί θα έχει την ιστορία του γραμμένη, σκέφτηκα- κι ήθελα πολύ να διαβάσω, να μάθω... Πλησίασα τόσο που άκουγα την ανάσα του.
- Γέροντα! Είσαι καλά;
- ………
Προσπάθησα πάλι, επιστρατεύοντας όλη μου την ευγένεια για να μην τον προσβάλλουν τα λόγια μου:
- Θέλεις κάτι; Μπορώ να σε βοηθήσω;
Μισάνοιξε τα μάτια του. Αμφιβάλλω αν κατάφερε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά μου. Κούνησε αργά το κεφάλι του, λες κι ήταν φορτωμένο χιλιά­δες κιλά. Το βλέμμα του, γεμάτο απορία και καχυποψία για τον ξένο που νοιάστηκε και του απηύθηνε το λόγο, περιπλανήθηκε στα βάθη της ψυχής μου αρκετή ώρα.
Και πάλι:
- Πες μου, τι χρειάζεσαι; Θα προσπαθήσω να κάνω ό,τι μου πεις!
Μαλλιά, μουστάκι και γένια με αγάπη αγκάλιαζαν και προστάτευαν το σκαμμένο πρόσωπό του από τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών. Ξεκά­θαρα, όμως, φαίνονταν οι ρυτίδες και τα σημάδια του χρόνου!
- Μίλα μου, γέροντα! Έφυγες απ' το σπίτι σου; Θέλεις ρούχα; Φαγητό; Φάρμακα; Τι ανάγκη έχεις; Πες μου...
Τίναξε πίσω το κεφάλι του, λες και τον έπεισαν τα λόγια μου να σπάσει τη σιωπή του. Σήκωσε το χέρι του με δυσκολία, έφερε τα δυο του δάχτυλα στο στόμα και τρίβοντάς τα μεταξύ τους ψέλλισε:
- Ένα τσιγάρο…(!)

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2007

Καλές Γιορτές σε όλους!

Ώρες έψαχνα να βώ έναν Άγιο Βασίλη για να οπτικοποιήσω τις ευχές μου. Τελικά βρήκα την... κόρη του! Ας είναι· δεν πειράζει! Υγεία, ευτυχία και... χρήμααα... σε όλους σας!
Και προσοχή στους δρόμους παιδιά! C U...

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2007

Καλό ταξίδι Γιώργο...

Ήρθε ο γιος μου απ’ το σχολείο. Με αγκάλιασε· «μπαμπά μου σ’ αγαπάω», μου είπε και με έσφιγγε. Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν ότι κάποια χοντρομα@@κία θα έκανε στο Λύκειο και δεν ξέρει πως να μου το πει. Τον ένιωσα να κλαίει και ανησύχησα.
«Τι έγινε, ρε;», τον ρώτησα.
«Πέθανε ο μπαμπάς του Χρύσανθου το βράδυ από ανακοπή».
Κόκκαλο εγώ. Από την πρώτη δημοτικού συμμαθητές τα παιδιά μας. Γνωριστήκαμε και συμμετείχαμε σε όλες τις εκδηλώσεις του σχολείου. Μπήκαμε και στο σύλλογο γονέων και παλεύαμε για τα προβλήματα της μαθητικής κοινότητας. Άλλοτε συμφωνούσαμε, άλλοτε διαφωνούσαμε, ξέρετε πως γίνεται στους συλλόγους. Σε όλες τις μονοήμερες εκδρομές συμμετείχαμε, πίναμε, χορεύαμε, τραγουδούσαμε, περνάγαμε καλά. Συνεργαστήκαμε και επαγγελματικά για δύο χρόνια. Χθες συναντήθηκαν με τη γυναίκα μου στο σχολείο και τα λέγανε...
Ταράχτηκα! Ούτε 50 χρονών!
Καλό ταξίδι Γιώργο...

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2007

Έχεις απατήσει ποτέ;

Το καλύτερό μου είναι όταν έχουμε μαζευτεί ζευγάρια για ποτό, φαγητό ή σε γιορτές κλπ, να αιφνιδιάζω την παρέα με ερωτήσεις παρόμοιου τύπου και να ανάβουν τα αίματα. Γιατί - κακά τα ψέματα - δεν υπάρχει πιο ενδιαφέρον θέμα από αυτό των σχέσεων. Βέβαια, όλοι ξέρουν ότι είμαι το πειραχτήρι της παρέας και πάντα με κοιτάνε στα μάτια με αγωνία, περιμένοντας την ερώτηση που θα τους ξεκουνήσει από τη θέση τους. Φυσικά, συμμετέχουν όλοι γιατί ο τρόπος που διατυπώνω τις ερωτήσεις μου κάθε άλλο παρά προσβλητικός είναι και η κουβέντα που ακολουθεί είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Έτσι, έχω βρει - από παιδί ακόμα -τον τρόπο να είναι η παρέα σε εγρήγορση και να διασκεδάζει, γιατί δεν αφήνω να σοβαρέψει πολύ, πετώντας διάφορα χαριτωμένα πειράγματα για να μη σκοτωθούμε κιόλας!
Έτσι έγινε και χθες. Σε μια ανάλογη παρέα το βραδάκι, έριξα την παραπάνω ερώτηση και ξημερώσαμε! Απέφυγα - όπως και όλοι - τις «κακοτοπιές» και περάσαμε ευχάριστα την ώρα μας, χωρίς να νυστάζει κανείς! Σπόντες και μπηχτές από όλους και προς όλους ήταν καλύτερο και από Trivial Pursuit! (το τι έγινε μετά στο σπίτι του καθενός, δεν το έμαθα ακόμη!)
Και σκέφτηκα: Δεν ρίχνω την ίδια ερώτηση και στο blog να ανάψουν λίγο τα αίματα;
Βοηθάω κάθε... υποψήφιο postáκια: Σε κάθε περίπτωση και για ευνόητους λόγους ξεκίνα έτσι την απάντησή σου:
«Εγώ ποτέ! Ένας φίλος/η μου όμως... κλπ, κλπ...»
Άλλωστε κι εγώ κάπως έτσι θα ξεκινούσα...

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2007

Έτσι θα καταντήσω...

Όταν τσακώνομαι με τη γυναίκα μου - ναι, ναι· μη σας φαίνεται περίεργο! 800 χρόνια είμαστε μαζί, τα μισά είμαστε τσακωμένοι! (ή μήπως περισσότερα; δεν θυμάμαι πια...) - βάζω και ακούω διάφορα παλιακά στενόχωρα τραγούδια της εποχής μου, για παρέα στον πόνο μου. Ενίοτε και κανένα ποτηράκι, σβηστά φώτα και κανένα κεράκι για ατμόσφαιρα!
Σας παρουσιάζω το αγαπημένο μου, που πολύ χάρηκα που το βρήκα! Το ακούω σήμερα όλη μέρα, παρ’ όλο που δεν είμαστε τσακωμένοι (ακόμα)!

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2007

Το θηρίο


Ήρθα πάλι αντιμέτωπος με το «θηρίο». Πρόσω­πο με πρόσωπο! Έκανα να κουνηθώ μα, θυμήθη­κα το ντοκιμαντέρ για την καφέ αρκούδα: "μείνετε ακίνητοι... μη την εξαγριώσετε...”
Ανταλλάσσαμε ματιές κοφτερές, διερευνητικές· μάτια σπαθιά! Έτσι όπως κοιτά η κόμπρα, περι­μένοντας αποφασιστικά για το ακαριαίο, ακριβές και θανατηφόρο χτύπημά της - έτσι όπως την κοι­τάει - μαγεμένο - το υποψήφιο θύμα της.
Επικίνδυνος, πηγαίος και παράξενος ερωτισμός! Στιγμιαίος, απόλυτος, μοναδικός, αλλά και τελεσί­δικος.
Ποτέ δεν κοίταξα κανένα στα μάτια, τόσο επίμονα, φοβισμένα ταυτόχρονα και απειλητικά. Ματιά διεισδυτική, εξερευνητική. Η δίνη της κό­ρης με ρουφάει - βουτιά στα βάθη της ψυχής του. Πρωτόγνωρο ταξίδι - κάθε φορά - ατελεύτητο.
- Μη, μη με δαγκώσεις. Μη με αρπάξεις, άγριο θη­ρίο! Κι αμέσως: - Κάνε πέρα- φυλάξου!
Θέλει ο κυνηγός να κουραστεί για να πιάσει το θήραμα. Να κυνηγήσει. Να βρει μια αφορμή - μια κίνηση - έστω άμυνας - για ν’ αρχίσει το κυνήγι. Κανένα θηρίο δε σου ορμά αν δεν κινείσαι. Θέλει να σε πιάσει με προσπάθεια. Για να νιώσει νικητής και να καγχάσει μετά: «Σ’ έπιασα, σε τρώω...»
Θέλει να παίξει μαζί σου. Όπως η όρκα κάνει «μπάλα» τη φώκια που έπιασε και παίζει μαζί της ει­ρωνικά. Κι έπειτα, δαγκώνει. Ξεσκίζει σάρκες και φωνάζει.
Κι όπως ο πάνθηρας σε πλησιάζει σιγά - σιγά. Όταν τον αντιληφθείς, αρχίζει η αναμέτρηση. Εδώ σε θέλω! Μένεις ακίνητος τώρα; Μπορείς να παίξεις με την ψυχολογία του πάνθηρα; Μπορείς να φανείς ψύχραιμος εκείνη την ώρα;

Αυτά κουβεντιάζαμε. Εγώ κι Εκείνο. Και κοιταζό­μαστε κατάματα - σαν ένας μας να ήταν ο κυνηγός και ο άλλος το θήραμα! Ποιος ήταν τί, δεν ξέρω. Κανείς μας δεν έφευγε πρώτος. Κανείς δεν έκανε την πρώτη - έστω λαθεμένη - κίνηση. Κανείς δεν προκαλούσε την αντίδραση του άλλου. Σαν υπνω­τισμένοι από την «ξένη» παρουσία απέναντι μας. Από τη σκέψη της.
Προσπαθούσαμε να προβλέψουμε - λογικά σκεπτόμενοι - όχι την επόμενη κίνηση του «αντι­πάλου», αλλά την ενδεχόμενη σκέψη κίνησής του ως αντίδραση στη δική μας έκφραση τη συγκεκρι­μένη στιγμή, για να οργανώσουμε σωστά την επό­μενη δική μας σκέψη ενδεχόμενης αντίδρασης...
Θηρία ανήμερα! Λογικά συναισθήματα καθοδη­γούσαν την... ακινησία μας.
Κι έπειτα, μια φωνή:
-Δημήτρη...
Ανοιγόκλεισα τα βλέφαρά μου ξαφνιασμένος. Ο «αντίπαλος» άλλαξε - σχεδόν εξαφανίστηκε. Μάλ­λον τρόμαξε - τον τρόμαξα. Τον έβλεπα πιο ήρεμο τώρα. Ίδιος εγώ!
- Στο μπάνιο· ξυρίζομαι...

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2007

Το κυριακάτικο πρόγραμμα...

Τις Κυριακές ο πατέρας ξύπναγε νωρίς. Θες από συνήθεια, θες επειδή έτσι τό ’θελε, σηκωνόταν και πήγαινε στην αγορά. Όλο και κάτι θα έφερνε γυρνώντας - πάντως, δεν γύριζε ποτέ με άδεια χέρια. Μα, κουλούρια θα έφερνε, γλυκά και άλλα φαγώσιμα - συνήθως ψάρια που του άρεσαν πολύ - καμιά φορά πρίζες και καλώδια και μπογιές για να βάψει το σπίτι, όλο και κάτι θα έβρισκε, που τις περισσό­τερες φορές γινόταν και το θέμα της ημέρας: «Έφερα κάτι ψάρια! Ζωντανά! Σπαρταράνε! Να, δεί­τε!» ή άλλοτε: «Πολλή κίνηση σήμερα στους δρόμους! Φάτε τώρα τις τυρόπιττες γιατί κρύωσαν ώ­σπου νά 'ρθω».
Πάντα όμως έφερνε στο σπίτι και δύο εφημερίδες. Μία πολιτική και μία αθλητική. Και έπαιρνε στα χέρια το γιο του τον πρωτότοκο και την ξεφύλλιζαν παρέα στο διθέσιο καναπέ του σαλονιού. Τί να καταλάβαινε ο μικρός; Γαλουχημένος από μωρό ακόμα στη συνήθεια αυτή δεν αντιδρούσε. Άλλω­στε, τι πιο γλυκό από την ασφαλή αγκαλιά του μπαμπά, όταν μάλιστα εκείνος όλη την εβδομάδα έλει­πε στη δουλειά και τις υποχρεώσεις του; Με καφέ και μπισκότα στο τραπεζάκι το επόμενο δίωρο ή­ταν το καλύτερο ραντεβού της εβδομάδας.
Μια συνήθεια που ποτέ δεν σταμάτησε. Γιατί, ενώ τα πρώτα χρόνια περνούσε το δίωρο περισσότε­ρο ανιαρά, επειδή ο μικρός απλά καθόταν στα πόδια του μπαμπά, αργότερα, όταν άρχισε να καταλα­βαίνει και να σχηματίζει άποψη, το διάβασμα της εφημερίδας έγινε πιο ενδιαφέρον. Ομηρικοί καυγά­δες και αντιρρήσεις για τα παιχνίδια, για τους προπονητές και τις επιλογές τους, για τους προέ­δρους και βεβαίως προγνωστικά για τους απογευματινούς αγώνες και όλες τις μεγάλες διοργανώ­σεις της εβδομάδας ξεσπούσαν ανάμεσα στο δίδυμο και πάντα κάθε Κυριακή, εκεί γύρω στις 11.00 με 13.00. Τα καλοκαίρια ειδικά αλλά και όταν η μητέρα δεν τους ήθελε μέσα στα πόδια της, κατέφευ­γαν στο καφενεδάκι της γειτονιάς ή σε καμιά καφετέρια όπου συγκεντρώνονταν και άλλοι ποδοσφαιρόφιλοι και τσακώνονταν όλοι μαζί αναλύοντας όλα τα αθλητικά θέματα της εβδομάδας που πέρασε και εκείνης που ερχόταν.
Ξαφνικά, οι φωνές της Κυριακής κόπηκαν. Στο σπίτι βασίλεψε μια ησυχία τραγική, κι όλες οι Κυρια­κές γίναν νωχελικές. Οι γείτονες παραξενεύτηκαν κι άρχισαν να ρωτούν. Τα καφενεία έριξαν τους τό­νους. Όχι πως το ήθελαν μα, να... έπρεπε! Ο πατέρας όμως, συνέχισε το κυριακάτικο πρόγραμμα του. Τίποτα δεν ήταν ικανό να τον σταματήσει. Μα, ΤΙΠΟΤΑ! Αγοράζει ακόμα την εφημερίδα, πάντα την ίδια ώρα και πάντα την Κυριακή και τη διαβάζει όλη στο γιο του. Απ' την αρχή ως το τέλος. Οι δυο τους μόνο! Αυτός κι εκείνος! Καθισμένος στο άψυχο μάρμαρο τον ενημερώνει κάθε εβδομάδα, με ήλιο, με βροχή κι απάντηση δεν παίρνει...

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2007

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2007

Μια... βόλτα στην Ερμού


Απλά, παίρνεις τους δρόμους και φτάνεις στο Σύνταγμα. Συνεχίζεις στην Ερμού και είναι Σάββατο πρωί. Κόσμος γύρω σου πολύς. Μιλούνια! Και ενώ τόσα χρόνια καταβάλεις απέλπιδες προσπάθειες να ξεφύγεις λίγο απ΄ το πλήθος, απ΄ τη μάζα, έρχεται η ώρα που νιώθεις τη μοναξιά της όποιας κορυφής επιλέγεις να σε πνίγει. Και ξαναγυρνάς εκεί, στην Ερμού, να γίνεις ένα με ’κείνο που απέφευγες μήπως νιώσεις πως ανήκεις κάπου ή πως δεν ανήκεις πουθενά! Δεν έχει σημασία· μόνο πως είσαι μαζί με πολλούς άλλους που δεν σε ξέρουν και κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση με σένα. Άλλωστε, όλοι προς κάποια κατεύθυνση κινούμαστε· ο τρόπος αλλάζει μόνο…
Και τότε, βλέπεις το ζευγαράκι που αγνοεί τους πάντες γύρω του να φιλιέται· όχι να φιλιέται, να κρέμεται ο ένας απ’ το στόμα του άλλου, να βρίσκεται σε μια κατάσταση που ξέχασες. Που δεν το κάνεις πια γιατί χάθηκε ό,τι έζησες κάποτε, στον… ερωτόμυλο. Όχι χάθηκε· άφησες να χαθεί· ούτε άφησες· αφήσατε να χαθεί. Εξανεμίστηκε χρόνια τώρα και ξέχασες κιόλας πως υπήρχε! Φωτογραφίες μόνο και βαλεντίνικες κάρτες κρυμμένες καλά – ξεχασμένες καλά – μαρτυρούν πως κάποτε υπήρχε…
Παίρνεις τα μάτια σου από πάνω τους – να μη σε πουν και αδιάκριτο – και συνεχίζεις τη βόλτα ανάμεσα στους μαύρους που πουλούν τα πάντα και σε καλούν να διαλέξεις· ανάμεσα στα αγάλματα που κινούνται προσεχτικά μη σπάσουν και ζητούν τον οβολό σου για να σε διασκεδάσουν για 1 λεπτό· ανάμεσα σε ζητιάνους και παραπληγικούς που βγάζουν βόλτα τη μιζέρια τους.
Τα βλέπεις όλα αυτά και σκέφτεσαι πώς τάχα να φαντάζει η δική σου όψη, βυθισμένη καθώς είναι στις σκέψεις της – στο είπε και ο καφετζής το πρωί καθώς πήγαινες στο γραφείο σου: «Σκεφτικός είσαι σήμερα, gero», και του απάντησες πως βλέπεις τα παπούτσια σου που είναι λερωμένα! – και τι να λένε όλοι αυτοί που σε κοιτάζουν να έχεις βγάλει βόλτα τη μοναξιά σου, τη δική σου μιζέρια;
Με το παλιομοδίτικο καφέ κοτλέ παντελόνι σου και το πουκάμισο και τα μποτάκια και το μαύρο πουπουλένιο μπουφάν και την τσάντα στον ώμο, μάλλον απαρατήρητος περνάς, κουβαλώντας τη δική σου μιζέρια που μπορεί να έχει χίλιους λόγους ύπαρξης αλλά τονίζεται ακόμα περισσότερο από την - φαινομενική μάλλον - ευδαιμονία των υπολοίπων «ταξιδιωτών» της Ερμού, που βγήκαν να χαζέψουν τις βιτρίνες και να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους.
Ποιες ανάγκες σου ικανοποίησες ποτέ; Πότε έκανες κάτι για σένα; Γιατί τα «θέλω» σου αλέστηκαν κι αυτά στον θελώμυλο;
Κι ύστερα συνεχίζεις. Δεν ψάχνεις απαντήσεις μα, να, έρχονται μόνες τους οι ανικανοποίητες ανάγκες – απρόσκλητες – για αρμένικη επίσκεψη… Και δεν παίρνουν από λόγια, ούτε καταλαβαίνουν τίποτα! Εκεί, μπάστακες…
Λίγο πιο κάτω, στη μάντρα της εκκλησίας καθισμένο ένα άλλο ζευγαράκι αγκαλιασμένο σφιχτά – αναπνέουν ή πέθαναν; - δε μιλούν καθόλου· μόνο φιλιούνται! Κι εσύ, που δεν έχεις χρόνο για τέτοια, στρίβεις το κεφάλι σου, σαν να ντρέπεσαι και φεύγεις. Χάσιμο χρόνου να κάθεσαι και να φιλιέσαι! Έμαθες πως ο χρόνος είναι χρήμα κι έστειλες τα φιλιά σου στον… φιλιόμυλο!
Έπειτα ανεβαίνεις. Το εισιτήριο ήταν ενιαίο και δεν πρέπει να αργήσεις! Άλλοι άνθρωποι τώρα κατεβαίνουν (πόσοι απ΄ αυτούς έχουν blog; Πιθανόν και να τους έχω διαβάσει…). Τους παρατηρείς καλά - το ζευγαράκι στη μάντρα είναι ακόμη εκεί – και διαπιστώνεις πως οι άντρες είναι όλοι ίδιοι· οι γυναίκες πάλι, είναι όλες αλλιώτικες! Στην teen ηλικία θαυμάζεις τη σπιρτάδα και τα γέλια τους που σε παρασέρνουν να γελάσεις κι εσύ. Δεν τους μιλάς, γιατί είσαι γέρος· μη τρομάξουν κιόλας τα παιδιά! Πάνω από τα είκοσι έχουν καταλάβει τα δυνατά τους όπλα και τον αντρικό τρόπο σκέψης και σοβαρεύουν, μη δείξουν πως είναι κι εύκολες. Η ματιά τους φευγαλέα και διερευνητική ταυτόχρονα, σε έχει γδύσει πριν προλάβεις να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου (πώς το καταφέρνουν αυτό;)! Οι τριαντάρες θυμίζουν αγχόνη! Έτσι και με κοιτάξεις να ξέρεις πως θα μπλέξεις μαζί μου!
(Όχι, όχι, δε θέλω να μπλέξω· μια σκέψη έκανα μόνο…)
Η μπάντα του Δήμου παραταγμένη, με ωραίες στολές, δίνει την επαγγελματική μουσική νότα της ημέρας, ενάντια σ’ εκείνους που παίζουν διάφορα όργανα – όμορφα, δε λέω – και στέκεσαι να γαληνέψεις. Αλλά δεν έχεις άλλο χρόνο· το μετρό δεν περιμένει…
Γιατί, μόνο το μετρό δεν περιμένει; Πες μου κάτι σ’ αυτή τη ζωή που ξέρει να περιμένει. Ε; Πες μου… Και γιατί νιώθω πως κάποιος κρατάει γερά τον τροχό και δεν τον αφήνει να γυρίσει; Ε;
Μόνο εγώ περίμενα και περιμένω ακόμα… Ο ελπιδόμυλός μου θα περιμένει για πολύ ακόμα, γιατί έχω αποθέματα για κείνον…!

Το παράπονο του Άη Βασίλη...

Αγαπητά μου παιδιά,
Πήρα την απόφαση να σας γράψω εγώ ένα γράμμα φέτος γιατί είμαι πολύ στενοχωρη­μένος. Τα οικονομικά μου πάνε απ’ το κακό στο χειρότερο. Η περιουσία μου, εδώ και πά­ρα πολλά χρόνια, εξανεμίστηκε. Δεν σας το είπα ποτέ επειδή μου αρέσει να δίνω μόνο χα­ρά στον κόσμο και δεν θα μπορούσα με τίποτα να σταματήσω να σας φέρνω τα δώρα που μου ζητάτε.
Από την άλλη, όπως καλά γνωρίζετε, δεν έχω μηνιαίο μισθό αφού δεν εργάζομαι. Αλλά και να ήθελα να εργαστώ, τώρα δεν θα μπορούσα. Βλέπετε, είμαι τόσο μεγάλος που τα χέρια μου δυσκολεύονται πολύ ακόμα κι αυτή την πένα που γράφω να κρατήσουν! Τα μά­τια μου δε βλέπουν καλά και το κορμί μου πονάει και δεν μπορώ να κουνηθώ εύκολα. Μη κοιτάτε που κάποτε έμπαινα στα σπίτια σας από την καμινάδα· άλλα χρόνια τότε...
Πριν από μερικά χρόνια προσέλαβα μερικούς βοηθούς για να με βοηθήσουν να προλά­βω να μοιράσω τα δώρα. Αλλά κι αυτοί, ενώ ξεκίνησαν με πολύ κέφι, τώρα πια τα παράτη­σαν. Κι ύστερα, βαρέθηκαν να είναι βοηθοί και ήθελαν να πάρουν τη θέση μου! Όταν ό­μως κατάλαβαν ότι έχω πολλά χρέη, έφυγαν άρον - άρον! Κι έτσι, είμαι πάλι μόνος μου.
Και βέβαια, κανείς δε δέχεται να γίνει... χορηγός μου γιατί - απλούστατα - δεν θα έχει κα­νένα όφελος από αυτό, παρά μόνο ηθική ικανοποίηση.
Έτσι, αντιμετώπισα τις οικονομικές μου δυσκολίες άλλοτε δανειζόμενος χρήματα από τράπεζες και άλλοτε αγοράζοντας με πίστωση από μεγάλες εταιρίες κατασκευής παιχνι­διών. Φέτος όμως, όλοι μου έκλεισαν την πόρτα τους. Είμαι καταχρεωμένος και κανείς δεν μου δίνει ούτε ψίχουλο για να ταΐσω, τους γέρους πια, τάρανδούς μου!
Και τώρα, παρατηρώ τα παραδομένα στη φωτιά κούτσουρα στο τζάκι μου, καθισμένος στην χοντροκομένη μου πολυθρόνα, προσπαθώντας να κατεβάσω καμιά καλή ιδέα για να μπορέσω να είμαι συνεπής και φέτος στις υποχρεώσεις μου.
Αναλογιστείτε, ότι τα παλιά χρόνια τα παιχνίδια τα έφτιαχναν οι μάστοροι που είχα στο χωριό μου και δεν κόστιζαν πολύ. Αλλά εσείς σήμερα δεν τα θέλετε αυτά. Θέλετε άλλα παιχνίδια που οι μάστοροι δεν ξέρουν να τα φτιάχνουν και είναι πάρα πολύ ακριβά. Πού να φανταστώ ότι θα χρειαζόμουν τα χρήματα 10 χρόνων για μία μόνο πρωτοχρονιά;
Καταλαβαίνετε τώρα γιατί καμιά φορά σας έφερνα άλλα παιχνίδια από αυτά που μου ζη­τούσατε;
Τι να κάνω; Πως να τα καταφέρω και φέτος;
Αγαπητά μου παιδιά,
Λυπάμαι αν σας στενοχώρησα. Απλώς ήθελα να σας αναφέρω το πρόβλημα και το άγ­χος μου. Θα προσπαθήσω να βρω λύση.
Ο αγαπημένος σας (ελπίζω) Άη Βασίλης.

και για την αντιγραφή
o geros

Το «καιφερούλι»

«Καιφερούλι»* , της είπε κοιτώντας τη με μάτια ορθάνοιχτα, «θέλω να συνεχίσω μαζί σου την υπόλοιπη ζωή μου· θέλεις κι εσύ;»
Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Διάπλατα ανοιγμένα τα φύλλα της· ευάλωτη, στόχος εύκολος ακόμα και στο πιο απαλό άγγιγμα! Θανάσιμο σίγουρα, αν διέκρινε στον τόνο της φωνής της - καθώς εκείνη θ’απαντούσε – έστω κι ίχνος δισταγμού...
Έγειρε το κεφάλι της αργά· δεν ήταν «ναι»· μόνο που, να... αιφνιδιάστηκε και σκεφτόταν. Απερίσκεπτες κουβέντες δεν ήθελε να ξεστομίσει κι αποφάσεις εύκολες, μακριά απ’αυτή. Βαριά τα δευτερόλεπτα κι οι λέξεις άφαντες!
Στιγμές βουβές, σαν ολοστόλιστος επιτάφιος! Αμίλητοι κι οι δυο!
«Έλα, τι τώρα τι μετά; Θα τα καταφέρουμε», ψέλισε κι η φωνή του έτρεμε αβέβαιη κι αμήχανη, σε μια προσπάθεια να πάρει απάντηση για να τελειώσει το μαρτύριο κι ας ήταν άρνηση. Μόνο να τελειώσει! «Ποιος μπορεί να μου πει ποιο είναι το σωστό», σκεφτόταν ενώ άρχισε να μετανιώνει κιόλας μπροστά στο φόβο της ενδεχόμενης απόριψης.
Άψυχη βγήκε η απάντηση απ’τα χείλη της. Μισό «ναι» και μισό «όχι» μαζί.
Και τα χρόνια κύλησαν· εύκολα ή δύσκολα, πάντως κύλησαν...
Κάποτε αρρώστησαν κι οι δυο! Ποιος πρώτος, αδύνατο να διαγνώσει κανείς. Το «καιφερούλι» έπεσε στο κρεβάτι. Φάρμακα και γιατροσόφια ανίσχυρα μπροστά στην ασθένεια που κάλπαζε!
Μια μέρα τον κάλεσε κοντά της και τον αποχαιρέτησε. «Ως εδώ ήταν», του είπε κι έφυγε· αθόρυβα, έτσι όπως αθόρυβο ήταν και το «ναι» της.
Κι έμεινε μόνος. Μόνος να παλεύει με τη δική του – διπλή πια – ασθένεια.
Τότε ήταν που τον συνάντησα· η μοίρα του τον έστειλε να χτυπήσει την πόρτα μου και να με γνωρίσει. Γίναμε φίλοι, παρά τη μεγάλη διαφορά ηλικίας.
«Ως τα τώρα, κάθε βράδυ έρχεται στον ύπνο μου, σαν οπτασία, πότε γλυκιά, πότε αγριεμένη και πάντα μου λέει πως έφταιγα που αρρώστησε. Όλα αυτά τα χρόνια ζω με τύψεις που δεν πέθανα εγώ πρώτος. Δεν κοιμάμαι καθόλου κι απ’τη δουλειά με σχόλασαν...», μου έλεγε.
Τον έβλεπα να μαραζώνει μέρα με τη μέρα και ν’ απομακρύνεται απ’ τους ανθρώπους. Μαζί μου μόνο μίλαγε και του’κανα παρέα.
Κάποτε, έφυγε κι αυτός! Νύχτα ήταν· Φεβρουάριος. Τον βρήκαν γείτονες στο κρεβάτι ξαπλωμένο. Το πρόσωπό του ήταν λυπημένο· θαρρεί κανείς πως έκλαιγε όταν έγινε.
Πήγε να βρει το «καιφερούλι» του που έχασε πρόωρα, σε μια άλλη διάσταση, όπου ασθένειες δε χωρούν...

--------------------------------------------
Γλυκό κι ανόητο του Έρωτα παρανόμι,
της φαντασίας γέννημα και της Αγάπης...
--------------------------------------------

* Τι παράξενο αλήθεια! Πώς το’φτιαξε, δε μου’πε ποτέ. Μόνο πως την έλεγαν Βασιλεία…

Πάμε σπίτι μου ν’ ακούσουμε μουσική;

Πότε στον ένα, πότε στον άλλο, όλο και κάπου μαζευόμαστε τα φιλαράκια και το μόνο που θέλαμε ήταν να ακούσουμε τη μουσική που αγαπούσαμε. Δεν χρειαζόταν να ακούγονται οι φωνές μας. Μόνο το μουρμουρητό από τα εφηβικά μας στόματα, σε μια προσπάθεια να μιμηθούμε τον τραγουδιστή και να γίνουμε ένα με το τραγούδι του.
Κάποια περίεργη ανάγκη μας έσπρωχνε να προτιμούμε να καθόμαστε στο πάτωμα και να στηρίζουμε την πλάτη μας στους τοίχους! Οι καναπέδες δεν ήταν το καλύτερό μας και σπεύδαμε να πιάσουμε τις γωνίες, ενώ οι αργοπορημένοι κάθονταν ενδιάμεσα και λίγο στενοχωρημένοι που δεν πρόλαβαν!
Με τα φώτα χαμηλωμένα, αφήναμε το νου μας να κάνει ταξίδια με τις νότες των τραγουδιών, στα μέρη που κάθε ένας μας αγαπούσε. Άλλες πάλι φορές δεν ταξίδευε πουθενά· απλώς χαλάρωνε και άδειαζε από τις σκοτούρες και την πίεση του σχολείου. Το κεφάλι μας έγερνε μετά από λίγο, λες και δεν στηριζόταν κάπου και νιώθαμε αδυναμία να κουνήσουμε τα χέρια μας για να ανάψουμε ένα τσιγάρο ή για να πιούμε το ποτό μας. Κάπου εκεί ανακαλύπταμε ότι το «άλλο φύλο» δεν είναι εχθρός και τότε γινόταν ορατή η ανάγκη για ουσιαστικότερη επαφή μαζί του…
Ο πιο άχαρος ρόλος ήταν του οικοδεσπότη που ήταν αναγκασμένος να κάνει τη δουλειά του DJ! Έπρεπε να είχε προβλέψει από νωρίς τη σειρά των δίσκων που θα χρησιμοποιούσε και να μη δημιουργούνται κενά στις αλλαγές, ώστε η μουσική να παίζει αδιάκοπα! Ρόλος που δεν τον ενοχλούσε και πολύ, αφού μας άρεσε να υπερηφανευόμαστε όταν ερχόταν η σειρά μας, τόσο για το πρόγραμμα που φτιάχναμε όσο και για το νέο μας πικάπ με την αδαμάντινη βελόνα που «διαβάζει» το βινύλιο με βάρος 0,04 gr κ.λπ… Ένας μάλιστα, είχε και δεύτερο πικάπ και μίκτη για να κάνει αλλαγές με «σβησίματα», ανάμεσα στο τραγούδι που τελείωνε και σε εκείνο που άρχιζε! Αν είχαμε και φωτορυθμικά ήταν η καλύτερή μας!
Οι γονείς μας μονίμως φώναζαν, τόσο για τα έξοδα για δίσκους και πικάπ, όσο και για τις ώρες που «πήγαιναν χαμένες» από το διάβασμα και που «τι θα κάνουμε όταν μεγαλώσουμε», κάτι που φαινόταν τότε τόσο μακρινό! Να, από κάτι τέτοια θέλαμε να ξεφύγουμε και όλο και πιο συχνά μαζευόμαστε κάπου αλλού για να παραδοθούμε στη δική μας «νιρβάνα».
Και να που σήμερα, καμιά τριανταριά χρόνια μετά, οδηγώ προς τη Βάρη (συχνή συνήθεια βραδινή - atos οδηγώ και αν με δείτε κάντε μου σινιάλο) με τα παράθυρα κλειστά και ένα CD που πρόσφατα προμηθεύτηκα με παλιά τραγούδια του Κώστα Χατζή. Τα αυτοκίνητα δίπλα μου δεν ακούγονται· η μουσική μου είναι δυνατά. Αγνοώ την ύπαρξή τους και συνεχίζω το δρόμο μου. Και ο νους μου αρχίζει το ταξίδι όπως τότε! Θυμάμαι όλα αυτά που κάναμε, εκείνα που αφήσαμε «για αργότερα», πρόσωπα και πράγματα και παραδίνομαι στη μαγεία των παλ χρωμάτων των λέξεων, της μουσικής, και της χροιάς - της βελούδινης και τραχιάς συνάμα - φωνής του Κώστα Χατζή:
«Χαρά μου, για σένα ζω χαρά μου…»
Προσπαθώ να τραγουδήσω μαζί του· μα, εκείνος ο κόμπος στο λαιμό, που μόνο στο άκουσμα αυτών των τραγουδιών εμφανίζεται, δεν μ’ αφήνει! Οι φωνητικές μου χορδές πνίγονται και το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να μουρμουρίσω το σκοπό, όπως τότε…

Σαν πρόλογος

Ως τα σήμερα έγραφα μόνο στα χαρτιά μου. Και είναι η πρώτη φορά που δημοσιεύω στον ηλεκτρονικό τύπο κάποιο κείμενο. Παρασύρθηκα από την τριαντάρα που εδώ και 2 χρόνια διαβάζω κείμενά της και ζήλεψα. Ζήλεψα την - κατά πως φαίνεται - ελεύθερη, αυθόρμητη και ανώνυμη έκφραση των bloggers. Και αποφάσισα να δοκιμάσω, χωρίς να στρέψω την πλάτη μου στα χαρτιά και την πένα μου.
Αυτά για αρχή.
Υ.Γ.1 Προσπαθώ να φτιάξω τη σελίδα μου και κάνω λάθη. Θα μάθω.
Υ.Γ.2 Ας μιλήσει η φωτό: Αυτή η επιγραφή βρίσκεται σε ένα σπίτι σε κάποιο χωριό της Πελοποννήσου που «δεν το έχει ο χάρτης» και όχι σε κάποια - ενδεχομένως ελίτ - συνοικία της μεγαλούπολης! Δεν άντεξα να μη τη φωτογραφίσω!