Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2007

Το «καιφερούλι»

«Καιφερούλι»* , της είπε κοιτώντας τη με μάτια ορθάνοιχτα, «θέλω να συνεχίσω μαζί σου την υπόλοιπη ζωή μου· θέλεις κι εσύ;»
Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Διάπλατα ανοιγμένα τα φύλλα της· ευάλωτη, στόχος εύκολος ακόμα και στο πιο απαλό άγγιγμα! Θανάσιμο σίγουρα, αν διέκρινε στον τόνο της φωνής της - καθώς εκείνη θ’απαντούσε – έστω κι ίχνος δισταγμού...
Έγειρε το κεφάλι της αργά· δεν ήταν «ναι»· μόνο που, να... αιφνιδιάστηκε και σκεφτόταν. Απερίσκεπτες κουβέντες δεν ήθελε να ξεστομίσει κι αποφάσεις εύκολες, μακριά απ’αυτή. Βαριά τα δευτερόλεπτα κι οι λέξεις άφαντες!
Στιγμές βουβές, σαν ολοστόλιστος επιτάφιος! Αμίλητοι κι οι δυο!
«Έλα, τι τώρα τι μετά; Θα τα καταφέρουμε», ψέλισε κι η φωνή του έτρεμε αβέβαιη κι αμήχανη, σε μια προσπάθεια να πάρει απάντηση για να τελειώσει το μαρτύριο κι ας ήταν άρνηση. Μόνο να τελειώσει! «Ποιος μπορεί να μου πει ποιο είναι το σωστό», σκεφτόταν ενώ άρχισε να μετανιώνει κιόλας μπροστά στο φόβο της ενδεχόμενης απόριψης.
Άψυχη βγήκε η απάντηση απ’τα χείλη της. Μισό «ναι» και μισό «όχι» μαζί.
Και τα χρόνια κύλησαν· εύκολα ή δύσκολα, πάντως κύλησαν...
Κάποτε αρρώστησαν κι οι δυο! Ποιος πρώτος, αδύνατο να διαγνώσει κανείς. Το «καιφερούλι» έπεσε στο κρεβάτι. Φάρμακα και γιατροσόφια ανίσχυρα μπροστά στην ασθένεια που κάλπαζε!
Μια μέρα τον κάλεσε κοντά της και τον αποχαιρέτησε. «Ως εδώ ήταν», του είπε κι έφυγε· αθόρυβα, έτσι όπως αθόρυβο ήταν και το «ναι» της.
Κι έμεινε μόνος. Μόνος να παλεύει με τη δική του – διπλή πια – ασθένεια.
Τότε ήταν που τον συνάντησα· η μοίρα του τον έστειλε να χτυπήσει την πόρτα μου και να με γνωρίσει. Γίναμε φίλοι, παρά τη μεγάλη διαφορά ηλικίας.
«Ως τα τώρα, κάθε βράδυ έρχεται στον ύπνο μου, σαν οπτασία, πότε γλυκιά, πότε αγριεμένη και πάντα μου λέει πως έφταιγα που αρρώστησε. Όλα αυτά τα χρόνια ζω με τύψεις που δεν πέθανα εγώ πρώτος. Δεν κοιμάμαι καθόλου κι απ’τη δουλειά με σχόλασαν...», μου έλεγε.
Τον έβλεπα να μαραζώνει μέρα με τη μέρα και ν’ απομακρύνεται απ’ τους ανθρώπους. Μαζί μου μόνο μίλαγε και του’κανα παρέα.
Κάποτε, έφυγε κι αυτός! Νύχτα ήταν· Φεβρουάριος. Τον βρήκαν γείτονες στο κρεβάτι ξαπλωμένο. Το πρόσωπό του ήταν λυπημένο· θαρρεί κανείς πως έκλαιγε όταν έγινε.
Πήγε να βρει το «καιφερούλι» του που έχασε πρόωρα, σε μια άλλη διάσταση, όπου ασθένειες δε χωρούν...

--------------------------------------------
Γλυκό κι ανόητο του Έρωτα παρανόμι,
της φαντασίας γέννημα και της Αγάπης...
--------------------------------------------

* Τι παράξενο αλήθεια! Πώς το’φτιαξε, δε μου’πε ποτέ. Μόνο πως την έλεγαν Βασιλεία…

Δεν υπάρχουν σχόλια: