Πότε στον ένα, πότε στον άλλο, όλο και κάπου μαζευόμαστε τα φιλαράκια και το μόνο που θέλαμε ήταν να ακούσουμε τη μουσική που αγαπούσαμε. Δεν χρειαζόταν να ακούγονται οι φωνές μας. Μόνο το μουρμουρητό από τα εφηβικά μας στόματα, σε μια προσπάθεια να μιμηθούμε τον τραγουδιστή και να γίνουμε ένα με το τραγούδι του.
Κάποια περίεργη ανάγκη μας έσπρωχνε να προτιμούμε να καθόμαστε στο πάτωμα και να στηρίζουμε την πλάτη μας στους τοίχους! Οι καναπέδες δεν ήταν το καλύτερό μας και σπεύδαμε να πιάσουμε τις γωνίες, ενώ οι αργοπορημένοι κάθονταν ενδιάμεσα και λίγο στενοχωρημένοι που δεν πρόλαβαν!
Με τα φώτα χαμηλωμένα, αφήναμε το νου μας να κάνει ταξίδια με τις νότες των τραγουδιών, στα μέρη που κάθε ένας μας αγαπούσε. Άλλες πάλι φορές δεν ταξίδευε πουθενά· απλώς χαλάρωνε και άδειαζε από τις σκοτούρες και την πίεση του σχολείου. Το κεφάλι μας έγερνε μετά από λίγο, λες και δεν στηριζόταν κάπου και νιώθαμε αδυναμία να κουνήσουμε τα χέρια μας για να ανάψουμε ένα τσιγάρο ή για να πιούμε το ποτό μας. Κάπου εκεί ανακαλύπταμε ότι το «άλλο φύλο» δεν είναι εχθρός και τότε γινόταν ορατή η ανάγκη για ουσιαστικότερη επαφή μαζί του…
Ο πιο άχαρος ρόλος ήταν του οικοδεσπότη που ήταν αναγκασμένος να κάνει τη δουλειά του DJ! Έπρεπε να είχε προβλέψει από νωρίς τη σειρά των δίσκων που θα χρησιμοποιούσε και να μη δημιουργούνται κενά στις αλλαγές, ώστε η μουσική να παίζει αδιάκοπα! Ρόλος που δεν τον ενοχλούσε και πολύ, αφού μας άρεσε να υπερηφανευόμαστε όταν ερχόταν η σειρά μας, τόσο για το πρόγραμμα που φτιάχναμε όσο και για το νέο μας πικάπ με την αδαμάντινη βελόνα που «διαβάζει» το βινύλιο με βάρος 0,04 gr κ.λπ… Ένας μάλιστα, είχε και δεύτερο πικάπ και μίκτη για να κάνει αλλαγές με «σβησίματα», ανάμεσα στο τραγούδι που τελείωνε και σε εκείνο που άρχιζε! Αν είχαμε και φωτορυθμικά ήταν η καλύτερή μας!
Οι γονείς μας μονίμως φώναζαν, τόσο για τα έξοδα για δίσκους και πικάπ, όσο και για τις ώρες που «πήγαιναν χαμένες» από το διάβασμα και που «τι θα κάνουμε όταν μεγαλώσουμε», κάτι που φαινόταν τότε τόσο μακρινό! Να, από κάτι τέτοια θέλαμε να ξεφύγουμε και όλο και πιο συχνά μαζευόμαστε κάπου αλλού για να παραδοθούμε στη δική μας «νιρβάνα».
Και να που σήμερα, καμιά τριανταριά χρόνια μετά, οδηγώ προς τη Βάρη (συχνή συνήθεια βραδινή - atos οδηγώ και αν με δείτε κάντε μου σινιάλο) με τα παράθυρα κλειστά και ένα CD που πρόσφατα προμηθεύτηκα με παλιά τραγούδια του Κώστα Χατζή. Τα αυτοκίνητα δίπλα μου δεν ακούγονται· η μουσική μου είναι δυνατά. Αγνοώ την ύπαρξή τους και συνεχίζω το δρόμο μου. Και ο νους μου αρχίζει το ταξίδι όπως τότε! Θυμάμαι όλα αυτά που κάναμε, εκείνα που αφήσαμε «για αργότερα», πρόσωπα και πράγματα και παραδίνομαι στη μαγεία των παλ χρωμάτων των λέξεων, της μουσικής, και της χροιάς - της βελούδινης και τραχιάς συνάμα - φωνής του Κώστα Χατζή:
«Χαρά μου, για σένα ζω χαρά μου…»
Προσπαθώ να τραγουδήσω μαζί του· μα, εκείνος ο κόμπος στο λαιμό, που μόνο στο άκουσμα αυτών των τραγουδιών εμφανίζεται, δεν μ’ αφήνει! Οι φωνητικές μου χορδές πνίγονται και το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να μουρμουρίσω το σκοπό, όπως τότε…
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου